- προτιτρώσκω
- προτιτρώσκω,A wound beforehand, Gal.18(1).86 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτιτρώσκω — Α τραυματίζω, πληγώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] … Dictionary of Greek